-
1 ἐχυρός
ἐχυρός ( ἔχω), haltbar, fest, sicher; ἐχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν ἄμαχον κῦμα Aesch. Pers. 89; ἡ νῆσος τὸν λιμένα ἐχυρὸν ποιεῖ Thuc. 4, 8; τὰ ἐχυρὰ τοῦ χωρίου neben τετειχισμένα 4, 9, wie χωρίον Xen. Cyr. 2, 4, 13 u. öfter, wie Pol., ein von Natur fester Ort; ἀπὸ ἐχυροῦ ποϑεν ὥςπερ νῠν ἐκ τῶν Θηβῶν ὁρμᾶσϑαι, von einem festen Punkte aus, Thuc. 1, 90; ἐλπίς 7, 41; ἐν ἐχ υρῷ εἶναι, in Sicherheit sein, Xen. Cyr. 3, 3, 27; ἐν τῷ ἐχυρῷ Thuc. 7, 77; ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσϑαί τι, Etwas in die größte Sicherheit bringen, Xen. Cyr. 1, 6, 26; νομίζων ἐχυρὰ ὑμῖν παρέξεσϑαι, haltbare Gründe, Thuc. 1, 32; von Menschen, ὅςτις ἐχυρώτατος, τοῠτον φίλον ἔχειν 1, 35;. Σόλων πρὸς τοὺς καλοὺς οὐκ ἦν ἐχυρός Plut. Sol. 1. – Adv. ἐχυρῶς, Thuc. 5, 26; ἐχυρώτερον, 8, 24.
См. также в других словарях:
εχυρώ — ἐχυρῶ, όω (Α) [εχυρός] κάνω κάτι ασφαλές, οχυρώνω, ισχυροποιώ … Dictionary of Greek
ἐχυρῷ — ἐχυρός strong masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχυρῶι — ἐχυρῷ , ἐχυρός strong masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… … Dictionary of Greek
εχυρός — ά, ό (Α ἐχυρός, ά, όν) (για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου… … Dictionary of Greek
εχύρωμα — ἐχύρωμα, τὸ (ΑΜ) [εχυρώ] οχυρό, φρούριο, οχύρωμα, οχυρωμένος τόπος … Dictionary of Greek